Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Γ
/
1
2
3
4
5
6
7
8
9
10
11
12
13
14
15
16
17
18
19
20
21
22
23
24
25
26
27
28
29
30
31
32
33
34
35
36
37
38
39
40
41
42
43
44
45
46
47
48
49
50
51
52
53
54
55
56
57
58
59
60
61
62
63
64
65
66
67
68
69
70
71
72
73
74
75
76
77
78
79
80
81
82
83
84
85
86
87
88
89
90
91
92
93
94
95
96
97
98
99
100
101
102
103
104
γνιφων
жадный крохобор, скряга
γνοιην
γνοΐσαι
γνους
γνοφ
γνοφίας
γνόφος
γνοφόω
γνοφώδης
γνύθος
γνυξ
на колени
γνυπεσόν
γνύπετος
γνυφαί
γνω
γνωμα
γνωμα
признак, примета
сведение, знание
мнение, суждение
γνωμανάδοχος
γνωματευτής
γνωματευω
судить, разбирать, исследовать
γνωμεισηγητής