Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ι
/
1
2
3
4
5
6
7
8
9
10
11
12
13
14
15
16
17
18
19
20
21
22
23
24
25
26
27
28
29
30
31
32
33
34
35
36
37
38
39
40
41
42
43
44
45
46
47
48
49
50
51
52
53
54
55
56
57
58
59
60
61
62
63
64
65
66
67
68
69
70
71
72
73
74
75
76
77
78
79
80
81
82
83
84
85
86
87
88
89
90
91
92
93
94
95
96
97
98
99
100
101
102
103
104
105
106
107
108
109
110
111
112
113
114
115
116
Ιστιαιευς
житель города Гистиея
Ιστιαιη
Ἱστιαϊκός
Ιστιαιοθεν
Ιστιαιος
Гистией
Ιστιαιωτις
ἱστίασις
ἱστιατορία
ιστιαω
ιστιη
Ιστιη
ιστιητοριον
ιστιοδρομεω
идти на всех парусах
ιστιοκωπος
корабль, идущий и на парусах, и на веслах
ιστιον
парус
ἱστιοπετής
ἱστιοποιέομαι
ιστιορραφος
парусный мастер, парусник, мошенник
ιστοβοευς
рассоха, плужное дышло
ιστοβοη
ιστοδοκη
козлы, стойка для снятой мачты
шведско-русский словарь
, и язык
латинский словарь
,
чешский словарь
,
грузинский словарь
,
каталог 3d моделей
,