Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
χειμεριος
χειμέριος
adj.=3 3 и adj.=2 2
; 1) бурный, непогожий, ненастный
ex. (νότος Soph.; μῆνες Her.; νύξ Thuc.)
χειμέρια τὰ πράγματα Arph. — дела складываются тревожно
; 2) зимний
ex. (ὥρη Hom., Hes.)
ἀκτὰ κυματοπλέξ χειμερία Soph. — берег, на который зимой набегают волны
; 3) холодный
ex. (διάγειν τοῦ θέρους ἐν τοῖς χειμερίοις, sc. τόποις Arst.)
; 4) жестокий, мучительный
ex. (λύπη Soph.)