Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαστειχω
διαστείχω
δια-στείχω
(aor. διέστιχον)
; 1) проходить через или насквозь
ex. (πόλιν Eur.)
δ. πλούτου Pind. — жить в богатстве
; 2) идти, отправляться
ex. (μᾶλα νομεύειν Theocr.)
; 3) расхаживать, ходить
ex. (ὁ παῖς διαστείχων Anth.)