Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
υποσειραιος
{*}ὑποσείραιος
ὑπο-σείραιος
v. l. ὑποσειραῖος adj.=2 2
досл. пристяжной, перен. идущий рядом
ex. ὑποσειραίους ποσὴν ἕλκουσα τέκνα καὴ πατέρα Eur. — идущая рядом и ведущая с собой детей и (старого) отца