Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
λεπτοτης
λεπτότης
-ητος ἡ
; 1) тонкость, неплотность
ex. (τοῦ πυρός Plat.)
αἱ τῶν τριχῶν λεπτότητες Arst. — редкие волосы
; 2) худощавость, худоба
ex. (σώματος Plat.; σκελῶν Arst.)
; 3) перен. тонкость, утонченность
ex. (τῶν φρενῶν Arph.)
; 4) мелочность, кропотливость (sc. τῶν ἔργων Luc.)