Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
συνδιαφερω
συνδιαφέρω
συν-διαφέρω
(fut. συνδιοίσω, aor. 1 συνδιήνεγκα - ион. συνδιήνεικα)
; 1) уносить с собой или погонять
ex. (ἀνέμου συνδιοίσοντος τέν ναῦν Luc.)
; 2) тж. med. вместе переносить
ex. (πολλὰ πράγματα μετά τινος Arph.)
σ. τινι τὸν πρός τινα πόλεμον Her. — совместно с кем-л. вести войну против кого-л.