Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διηκω
διήκω
δι-ήκω
; 1) проходить, распространяться, проникать
ex. (διήκει πόλιν στόνος Aesch.; θόρυβος διῆξε τοῦ δήμου Plut.)
δ. πάντας Soph. — стать общеизвестным;
ἡ διὰ πάντων διήκουσα δύναμις Arst. — сила, наполняющая собой вселенную
; 2) доходить, простираться, достигать
ex. (ἐκ θαλάσσης τῆς Βορηΐης ἐπὴ τέν νοτίην, μέχρι Ἠρακλέων στηλέων Her.; ἐς τὸ ἔσω καὴ ἐς τὸ ἔξω Thuc.; εἰς τὸν πόντον, πρὸς τοὺς ἄλλους, ἐπὴ τὰ κάτω Arst.; εἴς τινα Plut.)