Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ωνητος
ὠνητός
adj.=3 3 , редко adj.=2 2
<adj. verb. к ὠνέομαι>
; 1) купленный
ex. (δοῦλος Soph., Eur.)
ὠνητέ μήτηρ Hom. — мать-рабыня;
ὠνητοὴ παιδαγωγοί Plut. — педагоги из рабов;
σῖτος ὠ. ἐξ Ἰταλίας Plut. — закупленный в Италии хлеб
; 2) наемный
ex. (δύναμις Thuc.)
; 3) покупающийся, продажный
ex. (βασιλεῖαι Plat.; ἀρχαί Arst.): (τῶν) χρημάτων ὠ. Isocr., Plut. покупающийся на деньги; ἐλπὴς ὠνητός Eur. и ἐλπὴς χρήμασιν ὠνητή Thuc. надежда на деньги (откупиться деньгами)