Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
υπεκτρεχω
ὑπεκτρέχω
ὑπ-εκτρέχω
(fut. ὑπεκδρᾰμοῦμαι, aor. 2 ὑπεξέδρᾰμον)
; 1) избегать, ускользать
ex. (τι Soph., Eur., Plut.)
ἢν ἐγὼ μέ θανεῖν ὑπεκδράμω Eur. — если я избегну смерти
; 2) переходить, переступать
ex. (τοῦ χρόνου τέλος Soph.)