Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κακουχια
κακουχία
κᾰκ-ουχία
ἡ
; 1) разорение, гибель
ex. (πατρῴας χθονός Aesch.)
; 2) злодеяние, преступление
ex. (τινὸς κακουχίας μεταίτιος Plat.)
; 3) несчастье, бедствие
ex. (μάτην αὑτοὺς καταικισάμενοι ταῖς κακουχίαις Plut.)