Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εκμετρεω
ἐκμετρέω
ἐκ-μετρέω
измерять
ex. (τὰς πυραμίδας Diog.L.; κύκλος τόρνοισιν ἐκμετρούμενος Eur.; med. τείχη Polyb. и τὸ σῶμά τινος Plut.)
ἐκμητρήσασθαι τὰ ὅπλα Xen. — сиять мерку с доспехов;
ἄστροις ἐκμετρούμενος τέν χθόνα ἔφευγον Soph. — я отправился в изгнание, держа свой путь по звездам;
πόσον χρόνον ἔτ΄ ἐκμετρῆσαι χρή ; Eur. — сколько времени придется еще прождать?