Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
υπερτατος
ὑπέρτατος
ὑπέρτᾰτος
adj.=3 3
<superl. к ὑπέρ>
; 1) очень высоко расположенный
ex. ἧστο ὑ. Hom. — он сидел на самом верху
; 2) высочайший, величайший
ex. (δῶμα Hes.; θρόνος Pind.; перен. θεῶν ἡ ὑπερτάτη Soph.)
ὑ. Ζεύς Pind., Aesch. — всевышний Зевс;
σέβας ὑπέρτατον Soph. — почетнейший дар;
πάντων κτημάτων ὑπέρτατον Soph. — драгоценнейшее из всех благ
; 3) старший
ex. (ὑ. υἱέων Pind.)