Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
μεταγω
μετάγω
μετ-άγω
; 1) (sc. στρατιάν) следовать с войском
ex. (μ. τινὰ κελεῦσαι Xen.)
; 2) переводить, переносить, перемещать
ex. (τινὰ εἰς ἕτερον τόπον Plut.)
τὰς κρίσεις ἐπὴ τὰ ἔργα μ. Plut. — претворять решения в дела
; 3) управлять, направлять
ex. (τὰ πλοῖα μετάγεται ὑπὸ πηδαλίου NT.)