Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διακυπτω
διακύπτω
δια-κύπτω
; 1) высовываться в окно Arph.
; 2) выглядывать наружу
ex. (διακεκυφότες πρὸς τὰς εἰσόδους Xen. - v. l. διακεκοφότες)
διακύψας διὰ τῆς γοργύρης Her. — выглянув в окошко тюрьмы