Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
μετανοεω
μετανοέω
μετα-νοέω
; 1) менять мнение, передумывать
ex. (μετανοήσας εἶπον Plat.)
ἠναγκαζόμεθα μ. Xen. — мы были вынуждены изменить мнение
; 2) раскаиваться, сожалеть
ex. (περί τινος Plut. и τινι, ἐπί τινι Luc.; ἀπό τινος, ἔκ τινος и ἐπί τινι NT.)
δέδια, μέ ὕστερον μετανοήσητε Luc. — боюсь, не пришлось бы вам впоследствии раскаиваться
; 3) культ. каяться
ex. (ἐν σάκκῳ καὴ σποδῷ NT.)