Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ευαγγελιζομαι
εὐαγγελίζομαι
εὐ-αγγελίζομαι
; 1) (тж. εὐ. λόγους ἀγαθούς Arph.) сообщать радостную весть, поздравлять
ex. (τινι Dem.; πέρκς ἔχειν τὸν πόλεμον Plut.)
; 2) тж. act. благовествовать NT.; проповедовать ex. (τί τινι, τι περί τινος, τινα, τὰς πόλεις πάσας NT.); pass. слышать благую весть
ex. (οἱ πρότερον εὐαγγελισθέντες NT.)