Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καθυστερεω
καθυστερέω
κᾰθ-υστερέω
; 1) отставать
ex. (τῆς ἐκτάξεως Polyb.)
; 2) опаздывать
ex. (τῆς καταστάσεως Polyb.; τῇ διώξει Plut.)
οἱ καθυστερήσαντες τῆς κληροδοσίας Diod. — не подоспевшие к распределению наделов;
θανάτου οὐ κ. Luc. — не быть пощаженным смертью