Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
μεταπειθω
μεταπείθω
μετα-πείθω
; 1) переубеждать, разубеждать
ex. (τινὰ περί τινος Arph.)
ἀποροῦντες δὲ μεταπεῖσαι αὐτούς Lys. — не будучи в состоянии переубедить их
; 2) med.-pass. менять мнение
ex. (ἀκούσαντες ταῦτα, μετεπείσθησαν Xen.; τὸ πειθόμενον καὴ μεταπειθόμενον Plut.)