Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ταφος
τάφος
I
τάφος (ᾰ) ὁ [θάπτω]
; 1) реже pl. похороны, погребение (τιμᾶν τάφῳ τινά Aesch.; ὁ τ. ἐγένετο ἐν τῷ χειμῶνι Thuc.):
δαινύναι τάφον Hom. справлять погребальный пир;
; 2) тж. pl. место погребения, гробница, могила (τάφον καὶ σῆμα ποιῆσαί τινος Hes.; τάφοι πατρώϊοι Hom.; τ. πετραῖος Soph. и λάϊνος Eur.; ὀβελίσκοι περὶ τὸν τάφον Arst.):
τάφοι κεκονιαμένοι NT см. κονιάω.
II
τάφος, (εος) (ᾰ) τό [τέθηπα] изумление, удивление Hom., HH.