Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εκπριαμαι
{*}ἐκπρίαμαι
ἐκ-πρίαμαι
(только inf. aor. 2 ἐκπρίασθαι)
; 1) покупать
ex. (τι παρά τινος Isocr.)
; 2) откупаться
ex. τὸν κίνδυνον {. τινι Lys. — откупиться чем-л. от угрожающего судебного процесса
; 3) подкупать
ex. (τοὺς κατηγόρους Lys.)