Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταξαινω
καταξαίνω
κατα-ξαίνω
(pf. pass. κατέξασμαι и κατέξαμμαι)
; 1) досл. (о шерсти) чесать, расчесывать, перен. тесать, обтесывать
ex. (λίθους Diod.)
; 2) рвать, вырывать
ex. (πλόκους κόμης Eur.)
; 3) растерзывать, избивать
ex. (καταξανθεὴς πέτροις Soph. или βολαῖς Eur.; κεφαλήν Plut.)
κ. τινὰ εἰς φοινικίδα Arph. — избить кого-л. до крови
; 4) уничтожать, губить
ex. (ἄνθος Ἄργους Aesch.)
πυρὴ καταξανθείς Eur. — погибший от огня, сгоревший
; 5) изнурять ex. (τὰς ἕξεις Plut.); med.-pass. изнемогать
ex. (πόνοις Eur.)
δακρύοις καταξανθεῖσα Eur. — обессилевшая от слез;
κατὰ γῆς ἐν τοῖς ὀρύγμασι καταξαινόμενοι τὰ σώματα Diod. — изнемогающие в подземных рудниках (иберийские рабы)