Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κατηγορος
κατήγορος
κατ-ήγορος
ὁ, ἡ
; 1) обличитель
ex. τῶν φρονημάτων ἡ γλῶσσα ἀληθές γίγνεται κ. Aesch. — язык правдиво раскрывает мысли;
σαφές ψυχῆς κ. κακῆς Xen. — верный признак порочного характера
; 2) обвинитель
ex. (ἀπολογήσασθαι πρὸς τὰ κατηγορημένα καὴ τοὺς κατηγόρους Plat.; οἱ κατήγοροι οὐδεμίαν αἰτίαν ἔφερον NT.)