Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
λευκοω
λευκόω
; 1) делать белым, белить (med. τὰ ὅπλα Xen.; τοῖχος λελευκωμένος Plat.; γραμματεῖον λελευκωμένον Arst., Dem.)
; 2) увенчивать белым
ex. λευκωθεὴς κάρα μύρτοις Pind. — увенчанный белыми цветами мирта
; 3) обнажать
ex. (πόδα γαῦρον Anth.)