Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κατασπενδω
κατασπένδω
κατα-σπένδω
(fut. κατασπείσω)
; 1) совершать возлияние
ex. (τοῖς θεοῖς Polyb.; χοὰς ὑπὲρ μητρὸς τάφου Eur.)
; 2) выливать, наливать
ex. (ἀμβροσίαν κατά τινος Arph.)
; 3) омывать слезами, т.е. оплакивать
ex. (τινὰ δακούοις Eur.; τινά Anth.)
; 4) окроплять перед принесением в жертву
ex. (τινά Diod.; πρόβατα κατεσπεισμένα Plut.)
; 5) посвящать
ex. (Μούσαισι, Διωνύσῳ καὴ Ἔρωτι κατεσπείσθη πᾱς ὁ τεὸς βίοτος Anth. - об Анакреонте)
ἑαυτόν τινι κ. Plut. — приносить присягу на верность полководцу (у кельтов)