Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
μετακινεω
μετακινέω
μετα-κῑνέω
; 1) перемещать, передвигать
ex. (μετεκινήθησαν οἱ κρητῆρες Her.)
; 2) сдвигать с места, оттеснять
ex. (τινα ἐκ τῆς τάξιος Her.)
; 3) (из)менять, переделывать
ex. (τέν πολιτείαν Dem., Plut.; βουλόμενος εἰδέναι εἰ ἔτι μετακινητέ εἴη ἡ ὁμολογία Thuc.)