Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εξερευγομαι
ἐξερεύγομαι
ἐξ-ερεύγομαι
; 1) изливаться Arst.
ex. ὁ ποταμὸς ἐξερεύγεται στόμασι τεσσεράκοντα Her. — река впадает (в море) сорока устьями
; 2) физиол. очищаться
ex. (διὰ τὸ σῶμα ἐξερεύγεσθαι Arst.)