Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
υποδεω
ὑποδέω
ὑπο-δέω
; 1) подвязывать (τί τινι Her.);
; 2) med. подвязывать себе, надевать на ноги (κοθόρνους Her.; σανδάλια NT):
ὑποδήματα ὑποδεδεμένος Plat. надев обувь, обувшись;
; 3) обувать(ся):
ὑποδεδεμένος τὸν ἀριστερὸν πόδα Thuc. с обутой левой ногой.