Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ποιημα
ποίημα
-ατος τό
; 1) изделие
ex. (ποιήματα χρύσεα Her.; ποιήματα ἀργύρεα Luc.)
; 2) произведение, творение
ex. (Γλαύκου τοῦ Χίου Her.; sc. Δαιδάλου Plat.)
; 3) сочинение, вымысел
ex. (ἐραστοῦ Plat.)
; 4) стихотворение, поэма
ex. π. Κρόνῳ συγκείμενον Plat. — стихи в честь Крона
; 5) дело, действие, деяние
ex. (εἴτε ποιήματα εἴτε παθήματα Plat.)