Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
μετοχη
μετοχή
μετ-οχή
дор. μετοχά ἡ
; 1) участие, (со)причастность
ex. κατὰ μετοχήν Arst. — в силу причастности
; 2) общность, сообщество
ex. (τίς γὰρ μ. δικαιοσύνῃ καὴ ἀνομίᾳ; NT.; ἐκκληΐειν τῆς μετοχῆς τέν πόλιν Her.)
; 3) грам. причастие