Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
μεταμανθανω
μεταμανθάνω
μετα-μανθάνω
; 1) переучиваться
ex. τὸ Ἀττικὸν ἔθνος τέν γλῶσσαν μετέμαθε Her. — аттическое племя усвоило новый язык;
μεταμανθάνουσα ὕμνον Πριάμου πόλις Aesch. — град Приама, запевший иной гимн;
οὐκ ἔστιν ἔλαττον ἔργον τὸ μ. τοῦ μανθάνειν ἐξ ἀρχῆς Arst. — переучиваться не легче, чем учиться сначала
; 2) отучиваться, забывать (sc. ψευδῆ δόξαν Plat.; τέν ἐλευθερίαν Aeschin.)
; 3) учиться (чему-л.) лучшему, исправляться
ex. (οὐδ΄ ἂν μεταμάθοις; Arph.)