Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαστολη
διαστολή
δια-στολή
ἡ
; 1) растяжение, расширение
ex. (πνεύμονος Arst., Plut.)
; 2) разрежение
ex. (ὕλης Arst.)
; 3) выемка, желобок
ex. (ἐν τῷ πέρατι τῆς ῥινός Plut.)
; 4) разделение, разобщение
ex. (παροικοδομεῖν εἰς διαστολάς Plut.)
; 5) различение
ex. (διαστολῇ χρήσεσθαι Plut.)
; 6) обстоятельность
ex. (μετὰ διαστολῆς ποιήσασθαι τέν ἐξήγησιν Polyb.)