Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
μετασκευαζω
μετασκευάζω
μετα-σκευάζω
; 1) переодевать
ex. μ. ἑαυτόν Arph. — переодеваться
; 2) перестраивать, переделывать
ex. (τὰ ἅρματα Xen.)
; 3) med. перемещаться, передвигаться, переходить
ex. (εἰς τέν καταγωγέν ἐκ τοῦ πλοίου Luc.)