Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
νικηφορος
νικηφόρος
νῑκη-φόρος
I.
дор. νῑκᾱφόρος adj.=2 2
; 1) дающий победу
ex. (δίκη Aesch.)
; 2) победоносный
ex. (πατήρ Soph.)
; 3) победный
ex. (στέφανος, ἀγλαΐα Pind.)
; 4) принадлежащий победителю, триумфаторский
ex. (ἅρματι νικηφόρῳ παρεστώς Plut.)
; 5) сулящий победу
ex. (νικηφόρα μαντεύματα ἐκπέμπειν τινί Plut.)
II.
дор. νῑκᾱφόρος ὁ победитель Plat., Xen. etc.