Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
απουσια
ἀπουσία
ἀπ-ουσία
ἡ
; 1) отсутствие Aesch., Eur., Thuc., Dem., Arst.
; 2) нехватка, недостаток
ex. (ἀ. πολλή Arst.)
; 3) убыль
ex. ὀλίγης ἀπουσίας γεγενημένης Diod. — с потерей небольшого количества
; 4) истечение семени
ex. (Ἕλληνες τέν τοῦ σπέρματος πρόεσιν ἀπουσίαν καλοῦσι Plut.)