Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καθικνεομαι
καθικνέομαι
κᾰθ-ικνέομαι
(fut. καθίξομαι, aor. 2 καθῑκόμην)
; 1) болезненно касаться, больно задевать, затрагивать, поражать
ex. (τινα θυμὸν ἐνιπῇ Hom.; κ. τῆς ψυχῆς Plat.; ἐξεπιπολῆς κ. τινος Luc.)
πένθος ἄλαστον καθίκετό με Hom. — страшное горе посетило меня
; 2) поражать, наносить удар, ударять
ex. (κάρα τινὸς κέντροισι Soph.; κονδύλῳ τινός Plut.; βακτηρίᾳ τινός Sext.)
; 3) бить, наказывать
ex. (διδάσκαλος παίδων ἑνὸς καθικόμενος Plut.)
; 4) доходить, достигать, добиваться
ex. (τῆς ἀρχῆς Polyb.)