Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαστρεφω
διαστρέφω
δια-στρέφω
; 1) выворачивать, искривлять
ex. (τὰ μέλη διεστραμμένα Plat.; οἱ ὄνυχες τοῦ ἀετοῦ διαστρέφονται Arst.)
διεστράφην ἰδών Arph. — я (чуть не) вывернул себе шею глядя;
διαστρέψαι τὰς ὀφθαλμούς Arst. тж. med. — скосить глаза;
διαστραφῆναι τέν διάνοιαν Luc. — свихнуться, спятить
; 2) поворачивать
ex. ἴχνος δ. Aesch. — свернуть со своего пути
; 3) искажать
ex. (πρόσωπον διεστραμμένον Arst.)
; 4) извращать
ex. (νόμους Isae.; τἀληθές Dem.; γνώμας Plut.)
; 5) развращать, совращать
ex. (τοὺς ἀρίστους ἄνδρας Arst.; διαστρέφεσθαι ὑπὸ τοῦ κόλακος Polyb.)
; 6) приводить в замешательство, опрокидывать
ex. (φάλαγγα Polyb.)