Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταπηγνυμι
καταπήγνυμι
κατα-πήγνῡμι
и Arst. (только praes.) καταπηγνύω (fut. καταπήξω, aor. κατέπηξα, pf. καταπέπηγα; aor. 2 pass. κατεπάγην)
; 1) вонзать, втыкать
ex. (ἔγχος ἐπὴ χθονί Hom.; εἰς τέν γῆν τι Arst.)
; 2) вбивать, вколачивать
ex. (σκόλοπας Hom., Her.; ὀβελίσκους περὴ τὸν τάφον Arst.)
στήλη καταπεπηγυῖα Her. — врытый в землю столб
; 3) замораживать, pass. замерзать, застывать
ex. (ρεῦμα καταπαγέν Plut.) или коченеть (οἱ ἰχθύες ὑπὸ τοῦ ψύχους καταπήγνυνται Arst.)