Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
μετοικεω
μετοικέω
μετ-οικέω
; 1) переселяться
ex. (Καδμείων ἀγυιαῖς Pind.; τὸ κατὰ γᾶς κνέφας Eur.)
; 2) находить убежище
ex. (οἱ μετοικοῦντες ξένοι Eur.)
; 3) жить на положении чужеземца ex. (μέτοικος), быть метэком
ex. (ἐν τῇ χώρᾳ Plat.; Ἀθήνῃσι Dem.; ἐν τῇ πόλει Lys.)