Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
μεταλλευω
μεταλλεύω
; 1) копать, рыть
ex. (μέταλλα Diod.)
; 2) добывать из земли, выкапывать
ex. (χρυσόν τε καὴ ἄργυρον καὴ πάνθ΄ ὁπόσα μεταλλεύεται Plat.)
; 3) раскапывать, тж. обшаривать, обыскивать
ex. (τὸν μυχόν Anth.)