Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
μεταπορευομαι
μεταπορεύομαι
μετα-πορεύομαι
; 1) перемещаться, передвигаться
ex. (κατὰ τὸ τῆς χώρας ἐπίπεδον Plat.)
; 2) искать, добиваться
ex. (ἀρχήν Polyb.)
; 3) преследовать
ex. (τὰ ἀδικήματα, τέν ἀσέβειαν Polyb.)
οὐκ ἰδίαν ἔχθραν οὐδεμίαν μεταπορευόμενος Lys. — не из мести за какую-л. личную неприязнь