Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
χονδρος
χόνδρος
ὁ
; 1) крупинка или комок, кусок
ex. (ἁλός Her.; λιβανωτοῦ Luc.)
; 2) глыба
ex. (τὰ οἰκία ἐκ τῶν ἁλίνων χόνδρων οἰκοδομεῖσθαι Her.)
; 3) соль
ex. (χ. ἐποψίδιος Anth.)
; 4) крупа или каша Arph., Arst., Polyb.
; 5) хрящ
ex. (ἔστι ὁ χ. τῆς αὐτῆς φύσεως τοῖς ὀστοῖς Arst.)