Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
νοτιζω
νοτίζω
; 1) увлажнять, орошать, смачивать ex. (Αἰγύπτου πέδον Arph.); pass. быть влажным, течь, струиться
ex. (νοτιζομένη νοτίς Plat.; νενοτισμένα δάκρυα Anth.)
; 2) быть влажным
ex. (νοτιζούσης τῆς γῆς Arst.)
ῥανίδες νοτίζουσαι Plut. — капли влаги;
θέρος νοτίζον Arst. — дождливое лето