Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
χειμασια
χειμασία
χειμᾰσία
ион.
χειμᾰσίη
ἡ
; 1)
зимовка
Her.
; 2)
зимовье, зимние квартиры
Polyb.
,
Diod.
; 3)
непогода, буря
ex. (μετὰ τὰς χειμασίας πίπτει τὰ πνεύματα
Arst.
)