Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ακοινωνητος
ἀκοινώνητος
ἀ-κοινώνητος
дор. ἀκοινώνᾱτος adj.=2 2
; 1) ни с кем не разделяемый
ex. (εὐνή Eur.; ἡ τῶν διεπεπραγμένων δόξα Plut.)
; 2) непричастный, чуждый
ex. (τινος Plat. и τινι Arst., Diod.)
; 3) не находящийся в общем владении
ex. (ἄμικτος καὴ ἀ. Plut.)
; 4) необщительный
ex. (ἀλλότριος καὴ ἀ. Plat.)
; 5) высокомерный Cic.