Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαλυσις
διάλυσις
διά-λῠσις
-εως ἡ
; 1) разложение, распадение
ex. (ἡ δ. καὴ πάλιν ἡ σύνθεσις Arst.; σώματος Plat.)
; 2) прекращение, расторжение
ex. (φιλίας Arst.; γάμου Plut.)
; 3) прекращение, окончание
ex. (κακῶν Eur.; πολέμου Thuc., Isocr.)
; 4) разрушение, слом
ex. (γεφύρας Thuc.; οἴκου Plut.)
; 5) разделение
ex. (τῆς ψυχῆς καὴ τοῦ σώματος Plat.)
; 6) погашение, уплата
ex. (χρεῶν Plat.; δανείων Plut.)
; 7) (о собрании или армии) роспуск
ex. (τοῦ στρατεύματος Xen.; σύλλογοι καὴ διαλύσεις Plat.; διαλύσεις καὴ πάλιν συνδρομαὴ τῶν ἀνθρώπων Plut.)
ἀγορῆς δ. Her. — время закрытия рынка
; 8) преимущ. pl. прекращение враждебных действий ex. (βουλεύεσθαι περὴ διαλύσεως Arst.); заключение мира, примирение
ex. (πρός τινα Dem., Plut.)