Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
χρηματικος
χρηματικός
χρημᾰτικός
I.
adj.=3 3
; 1) денежный, имущественный, материальный
ex. χρηματικέ ζημία Plut. — денежный штраф;
χρηματικὰ συμβόλαια Plut. — денежные сделки;
χρηματικέ πενία Plut. — материальная скудость
; 2) занимающийся денежными операциями, ищущий наживы
ex. (ἀνήρ Plut.)
II.
ὁ богач Plut.