Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ανεπιμικτος
ἀνεπίμικτος
ἀν-επίμικτος
adj.=2 2
; 1) несмешанный
ex. (τινι Arst., Plut.)
; 2) несмешивающийся
ex. (τὰ ἀνεπίμικτα καὴ ἀσυνάλλακτα Plut.)
; 3) необщительный, недоступный, замкнутый
ex. (δίαιτα Plut.)
αὕτη ἀ. ἐγένετο ξενικαῖς δυνάμεσιν Diod. — эта (страна) не подвергалась нашествию иноземных войск;
πόλεμος ἀ. Plut. — война, полностью разобщающая воюющие народы