Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καλινδεομαι
καλινδέομαι
κᾰλινδέομαι
(только praes., impf. ἐκαλινδούμην и aor. pass. ἐκαλινδήθην)
; 1) валяться, кататься
ex. (ἐν τῇ γῇ, πρὸς τέν κόνιν Arst.; ἐν πηλῷ Plut.)
; 2) валяться, т.е. быть брошенным
ex. (ἐν ταῖς ὁδοῖς Thuc.)
; 3) бродить, странствовать, скитаться
ex. (ἐν τῇσι στοῇσι Her.; περὴ τὰ δικαστήρια Isocr.; ἐν ἀγοραῖς Sext.)
; 4) с трудом переходить, барахтаться
ex. (τοῖς ῥεύμασι Plut.)
; 5) усиленно (чем-л.) заниматься, деятельно (чему-л.) предаваться
ex. (περὴ τὰς ἐρίδας Isocr.)
κ. ἐν τῷ πειρᾶσθαι Xen. — усердно упражняться