Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διεγειρω
διεγείρω
δι-εγείρω
; 1) пробуждать, будить ex. (τινά Plut.); med.-pass. пробуждаться, просыпаться
ex. (ἐξ ὕπνου Anth.)
πρὴν διεγερθῆναι Arst. — прежде чем проснуться
; 2) возбуждать, вызывать
ex. (τὰ πένθη διὰ κολακείαν Plut.)